Η L-καρνοσίνη ταξινομείται στα διπεπτίδια. Τα διπεπτίδια είναι χημικές ενώσεις που παράγονται από την ένωση δύο αμινοξέων, τα οποία ενώνονται μεταξύ τους με έναν πεπτιδικό δεσμό. Η L-καρνοσίνη προκύπτει από τη συνένωση αλανίνης και ιστιδίνης. Εμφανίζεται σε υψηλές συγκεντρώσεις στο σκελετικό μυϊκό ιστό, και μπορεί επομένως να υποστηρίξει τη ζωτικότητα των μυών.
Η L-καρνοσίνη είναι υπεύθυνη για μία σειρά από σημαντικές λειτουργίες στο σώμα και θεωρείται ότι έχει φυσικές αντιγηραντικές ιδιότητες. Επίσης, έχει αντιοξειδωτικές ιδιότητες που συμβάλλουν στην προστασία του οργανισμού από τις βλάβες των κυττάρων που προκαλεί η οξείδωση, μία διαδικασία που αποτελεί βασικό αίτιο της γήρανσης και διαφόρων εκφυλιστικών παθήσεων.
Ερευνητικές μελέτες υποδεικνύουν ότι η L-καρνοσίνη δρα ενάντια στη γλυκοζυλίωση. Η γλυκοζυλίωση είναι μία φυσιολογική διαδικασία του οργανισμού, κατά την οποία η γλυκόζη του αίματος υπερβαίνει τα επιτρεπτά όρια και προσκολλάται στις βασικές πρωτεΐνες του οργανισμού, την αιμοσφαιρίνη και το κολλαγόνο. Οι πρωτεΐνες αυτές τροποποιούνται, με αποτέλεσμα να σχηματίζονται νέες επιβλαβείς ενώσεις που επηρεάζουν το δέρμα, το νευρικό και το κυκλοφορικό σύστημα και τα ζωτικά όργανα.
Επιπλέον, η L-καρνοσίνη δεσμεύει τα τοξικά μέταλλα που απελευθερώνονται από τις διάφορες μεταβολικές αντιδράσεις στο σώμα, πριν προκαλέσουν βλάβη στους ιστούς. Πιο συγκεκριμένα, αποτελεί χηλικός παράγοντας του χαλκού και του ψευδαργύρου.
Η L-καρνοσίνη βρίσκεται μόνο σε σπονδυλωτά ζώα. Η συμπληρωματική χορήγηση L-καρνοσίνης σε άτομα που δεν καταναλώνουν βοδινό, χοιρινό ή κρέας κοτόπουλου, καθίσταται απαραίτητη καθώς η έλλειψή της προκαλεί αυξημένη μυϊκή κόπωση.